- νυκτιφρούρητος
- νυκτῐ-φρούρητος, ον,A watching by night,
θράσος A.Pr.861
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θράσος A.Pr.861
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυκτιφρούρητος — νυκτιφρούρητος, ον (Α) αυτός που φρουρεί, που καιροφυλακτεί τη νύχτα («νυκτιφρουρήτῳ θράσει», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + φρουρῶ) … Dictionary of Greek
νυκτιφρουρήτῳ — νυκτιφρούρητος watching by night masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek